- πολυτριχία
- και πολυτρίχωση, η, Ν [πολύτριχος]η ύπαρξη έντονης τριχοφυΐας, ιδίως στην κόμη και στον θώρακα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυτρίχωση — η, Ν βλ. πολυτριχία … Dictionary of Greek
φορώ — (I) φορῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. φοράω Ν βάζω επάνω μου ένδυμα, κόσμημα, όπλο ή άλλο αντικείμενο, ντύνομαι, φέρω (α. «φορούν νεραϊδογνέματα και πολυτρίχια», Γρυπ. β. «το γελεκάκι που φορείς...», λαϊκ. τραγούδι γ. «φοράει χρυσά δόντια» δ.… … Dictionary of Greek
φορώ — φόρεσα, φορέθηκα, φορεμένος 1. μτβ., ντύνομαι κάποιο ρούχο ή εξάρτημα φορεσιάς, είμαι ντυμένος με κάτι: Δε φορούσε γραβάτα. – Φόρεσε το παλιό κοστούμι. 2. βάζω πάνω μου κάτι, φοράω οτιδήποτε (κοσμήματα, είδη οπλισμού ή άλλα εξαρτήματα): Στις… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)